- Θηβαικῶν
- Θηβαϊκῶν , Θηβαῖοςto Thebesfem gen plΘηβαϊκῶν , Θηβαῖοςto Thebesmasc/neut gen plΘηβαικόςto Thebesfem gen plΘηβαικόςto Thebesmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Μαίων ή Μήων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θηβαίος, γιος του Αίμονα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν συναρχηγός με τον Πολυφόντη των πενήντα Καδμείων που έστησαν ενέδρα στον Τυδέα κατά την επάνοδό του στην πατρίδα. Ο Τυδέας τους σκότωσε όλους εκτός από τον M … Dictionary of Greek